λιποσαρκής

λιποσαρκής
λῐποσαρκ-ής, ές,
A = λιπόσαρκος, AP11.374 (Maced.), Man.1.55, cj. for λειπόσαρκες in Opp.C.2.106.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιποσαρκής — λιποσαρκής, ές (Α) αδύνατος, λιπόσαρκος, ισχνός, ατροφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + σαρκής (< σάρξ, σαρκός)] …   Dictionary of Greek

  • λιποσαρκέα — λιποσαρκής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λιποσαρκής masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • Πιτσέτι Ιλντεμπράντο — (Pizzetti, Πάρμα 1880 – Ρώμη 1968). Ιταλός συνθέτης. Τελείωσε τις μουσικές του σπουδές στο γνωστό ωδείο της γενέτειράς του και για πολλά χρόνια εργάστηκε συγχρόνως ως καθηγητής και ως συνθέτης. Αφού δίδαξε το 1907 στο Ωδείο της Πάρμας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”